- χτενίζω
- μετ.1) чесать, расчёсывать; причёсывать; 2) перен. приглаживать, отделывать, отшлифовывать (стиль произведения и т. п.); 3) воен, прочёсывать (местность и т. п.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χτενίζω — χτενίζω, χτένισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χτενίζω — και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ 1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω… … Dictionary of Greek
χτενίζω — χτένισα, χτενίστηκα, χτενισμένος 1. τακτοποιώ την κόμη με το χτένι: Χτένισε λίγο τα μαλλιά σου να στρώσουν. 2. επεξεργάζομαι τεχνικότερα ένα σύγγραμμα: Πρέπει να το χτενίσεις ακόμη το έργο σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλύζω — χτενίζω τα μαλλιά με διαλυστήρι, με χτένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλύω με επίδραση τών ρημ. γυαλίζω, χτενίζω] … Dictionary of Greek
κέσκεον — και κεσκίον, τὸ (Α) το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κέσ κεσ ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kes «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα,… … Dictionary of Greek
πέκω — και πείκω Α 1. κουρεύω ζώο 2. (μέσ. και παθ.) πέκομαι και πείκομαι κουρεύομαι 3. φρ. «χαίτην πέκομαι» χτενίζω την κόμη (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέκω (και πείκω με έκταση για μετρικούς λόγους) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pek t «μαδώ, τραβώ μαλλιά» και… … Dictionary of Greek
πενιουάρ — το άκλ. 1. είδος μικρής μπέρτας από λεπτό ύφασμα που ρίχνουν οι γυναίκες στους ώμους όταν χτενίζονται 2. κοντό ή μακρύ ελαφρό ένδυμα για το σπίτι, ρόμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. peignoir «πρωινό ένδυμα γυναικών» < γαλλ. peigner «χτενίζω» < λατ … Dictionary of Greek
αναπλέκω — (Α ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω) 1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ 2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω» (νεοελλ 1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά 2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω … Dictionary of Greek
αποπέκω — ἀποπέκω (Α) [πέκω] (για μαλλιά) 1. κουρεύω 2. χτενίζω … Dictionary of Greek
διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… … Dictionary of Greek
διαξαίνω — (Α διαξαίνω) [ξαίνω] 1. (για μαλλί) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. (για σάρκες) σχίζω, ξεσχίζω, κατασπαράζω αρχ. 1. εκκαθαρίζω, ξεπλένω 2. χτενίζω και δίνω ωραίο σχήμα στα μαλλιά μου 3. διέρχομαι, διασχίζω … Dictionary of Greek